Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Αριστεροί υπέρ Δράσης...

Γράφει ο Θανάσης Κουραβέλος*
Ενηλικιώθηκα πολιτικά μέσω της πολιτικής οικολογίας και του αναρχισμού. Αν και συνεχίζει να με απασχολεί το οικολογικό ζήτημα, έχω πλέον εγκαταλείψει τον αναρχισμό, όπως και την ευρύτερη άκρα αριστερά. Τα τελευταία χρόνια, συνειδητοποίησα ότι, όποια πολιτική ταυτότητα και αν επιλέξω, ο φιλελευθερισμός χρειάζεται να κατέχει μια προεξάρχουσα θέση. (Μιλώντας για φιλελευθερισμό εννοώ κυρίως την κριτική σκέψη και την απόρριψη του καταναγκασμού, δηλαδή τον πολιτικό φιλελευθερισμό.) Η απέχθειά μου για τη βία και η αναγνώριση ότι η ύπαρξη κανόνων/εξουσίας όχι μόνο δεν αποκτηνώνει αλλά αντίθετα εκπολιτίζει τους ανθρώπους, με «πέταξαν» εκτός αναρχισμού. Διαβάζοντας το Η μαύρη βίβλος του κομμουνισμού, υποχρεώθηκα να αναγνωρίζω ότι ο κομμουνισμός, όχι χωρίς λόγο, υπήρξε το πιο τερατώδες σύστημα κυριαρχίας που εφαρμόστηκε ποτέ. Η βαθιά μου όμως πεποίθηση ότι, αναμεταξύ άνισων, ο ισχυρός θα τείνει πάντοτε να εκμεταλλεύεται τον αδύνατο (Θουκυδίδης), μου υπενθύμιζε μοιραία τη σπουδαιότητα της ισότητας. Ο ελληνικός όμως σοσιαλισμός δε μου αφήνει και πολλά περιθώρια για να δηλώνω περήφανα αριστερός. Δυστυχώς, το σοσιαλιστικό κίνημα, εισερχόμενο στην Ελλάδα, προσαρμόστηκε στην ντόπια νοοτροπία. Έτσι, αντί να γίνουν οι Έλληνες σοσιαλιστές, έγιναν οι σοσιαλιστές Έλληνες. Πιο συγκεκριμένα, ο σοσιαλισμός στη χώρα μας δεν έγινε αντιληπτός ως κοινωνιοκεντρισμός (έμφαση σε απρόσωπους θεσμούς δικαίου δεσμευτικούς για όλους) αλλά ως παρεοκεντρισμός (έμφαση σε επιμέρους «εξαιρέσεις» βάσει προσωπικών σχέσεων και παρεών). Άλλωστε, έτσι εξηγείται «γιατί [στον τόπο μας] αποτυχαίνουν οι συνεταιρισμοί και πετυχαίνουν οι συντεχνίες» (Αρ. Δοξιάδης). Οι υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ, και όλοι γενικά οι Έλληνες, βιώσαμε το σοσιαλισμό ως απαίτηση να τα «φάμε όλοι μαζί» εδώ και τώρα, ως δηλαδή «καταναλωτικό σοσιαλ-λαϊκισμό», σύμφωνα με μία από τις πιο εύστοχες αποτιμήσεις της πρόσφατης νεοελληνικής κοινωνικότητας (Ν. Μαραντζίδης). Γενικά μιλώντας, ο ελληνικός σοσιαλισμός απέκτησε ανατολίτικα χαρακτηριστικά, μετατρεπόμενος έτσι σε «εμπροσθοφυλακή της παράδοσης» (Στ. Ράμφος). Δεν αναφέρεται θαρρετά και υπερήφανα στην πολυπόθητη μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού χώρου στις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Προτιμά, αντ’ αυτού, να φλερτάρει με τους εγχώριους εθνικισμούς (αντιευρωπαϊσμός, αντιαμερικανισμός, αντιδυτικισμός). Δεν αγκαλιάζει με θέρμη το νεοτερικό επίτευγμα των ατομικών δικαιωμάτων. Προτιμά να τα απαξιώνει ως «αστικά», αγνοώντας την πανανθρώπινη, οικουμενική τους διάσταση. Δε συντάσσεται με τις φιλελεύθερες επαναστάσεις της Δύσης (Αγγλική, Αμερικανική, Γαλλική). Τις «ξεπετά» ως «αστικές», αγνοώντας το δημώδη χαρακτήρα τους. Προτιμά, δυστυχώς, να προσβλέπει στις υπάρξασες κομμουνιστικές δεσποτείες της Ανατολής. Καλύπτομαι συνολικά από τη Δράση και τη Φιλελεύθερη Συμμαχία (Δ-ΦΣ); Όχι. (Οι συμβιβασμοί όμως που θα συνεπαγόταν η ένταξή μου σε κάποιο άλλο κόμμα θα ήταν σαφώς επαχθέστεροι.) Πιο συγκεκριμένα τώρα, η άμβλυνση της προοδευτικότητας στη φορολογία εισοδημάτων, η ολική σχεδόν κατάργηση της φορολόγησης στην περιουσία και η επικέντρωση στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη δε με βρίσκουν, κατ’ αρχήν, σύμφωνο. Παρόλα αυτά, έχω τη σοβαρή υποψία, ότι πολιτικές όπως αυτές των Δ-ΦΣ μπορούν να οδηγήσουν, τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία και έστω από τα «δεξιά», σε σημαντικές αριστερές πρόνοιες. Οφείλουμε να παραδεχτούμε, ότι, όπου εφαρμόστηκαν πολιτικές οικονομικής απελευθέρωσης, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου για το σύνολο των κοινωνικών ομάδων, έστω και ανισομερώς, υπήρξε θεαματική. Σε γενικές γραμμές, όσο κι αν με «πονάει» ιδεολογικά, παράγουμε περισσότερο όταν δουλεύουμε για τον εαυτό μας παρά για το σύνολο, επιλέγουμε τη χλιδή παρά τη λιτότητα, ενώ δυστροπούμε όταν μας ζητείται να επιδείξουμε χειροπιαστή αλληλεγγύη στους μη προνομιούχους. Στην Ελλάδα, είναι η λαϊκιστική αριστερά, με την ιδεολογική της ηγεμονία, που ευθύνεται περισσότερο για τη σύγχρονη δοκιμασία. Κατείχε όχι μόνο την κυβερνητική εξουσία (βλέπε το σοσιαλ-λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ και την πασοκοποιημένη ΝΔ) αλλά και τη μόνη πραγματική: τη δυνατότητα να καθορίζει προνομιακά ποιο είναι το «σωστό» και ποιο το «λάθος» στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων. Στη δημόσια πολιτική όμως δεν ισχύει το «κάποτε αριστερό, πάντοτε αριστερό». Αυτό που κάποτε υπήρξε αριστερό μπορεί σήμερα να συνιστά αδικία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του δημόσιου τομέα. Αντί για ένα μηχανισμό υπηρεσίας των αδύνατων, είχαμε την ανάδυση μιας νέας, πολυπληθούς αυτήν τη φορά, τάξης προνομιούχων, της δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας, η οποία μάλιστα έφθασε να ανταγωνίζεται σε νεοπλουτίστικη χυδαιότητα τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις. Στην Ελλάδα, δεν έφταιξε ο υπερφιλελευθερισμός, αλλά ο υπεραριστερισμός. Άλλωστε, «τα πολλά που έφαγαν οι λίγοι [πλούσιοι] ήταν [συνολικά] λιγότερα από τα λίγα που έφαγαν οι πολλοί [μεσαίοι]» (Π. Μανδραβέλης). Αν ο κ. Λάτσης πρόσθεσε δέκα ακόμα αυτοκίνητα στα εκατό που είχε, ο μέσος Έλληνας, αριστερός ή δεξιός, πρόσθεσε δύο στο ένα που ήδη είχε. Τόσο ηθικά όσο και δημοσιονομικά, νομίζω, ότι η εξυγίανση χρειάζεται να ξεκινήσει από τον περιορισμό της ασυδοσίας των μεσαίων στρωμάτων και δευτερευόντως των πλούσιων και των μεγάλων κομμάτων. Βρίσκω πολύ πιο σκανδαλώδες ότι δεχόμουν να πληρώνομαι πλασματικές υπερωρίες όταν εργαζόμουν ως δημόσιος υπάλληλος στον Υποκατάστημα ΙΚΑ Κυπαρισσίας από την οποιαδήποτε απάτη μεγαλοεπιχειρηματία ή πολιτικού. Θα προτιμούσα, βεβαίως, την παραπάνω κριτική ανάλυση να την αποδεχόταν, μέσες άκρες, ως εύλογη ένα αριστερό κόμμα. Θα προτιμούσα η σημερινή κοινή λογική να είναι αριστερή. Δυστυχώς, όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Και όταν μιλάω πλέον για Αριστερά, αναφέρομαι σε όσες εκδοχές της επιδιώκουν τη δημιουργική σύνθεση των επιτευγμάτων του Διαφωτισμού και της σύγχρονης Κοινωνίας των Πολιτών. Σε αυτές, εντάσσω, για παράδειγμα, τη Σοσιαλδημοκρατία, το φιλελεύθερο σοσιαλισμό των Ροσέλι και Μπόμπιο, τον κοινωνικό πολιτειοκρατισμό των Ζιντέ και Μπουρζουά, τον κοινωνικό φιλελευθερισμό των Χόμπχαουζ και Γκρην και πιο πρόσφατα το συμβιωτισμό του Καγιέ. Εδώ, αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση του προοδευτικού ή εξελικτικού φιλελευθερισμού του Τζων Στιούαρτ Μιλλ, ο οποίος 150 χρόνια πριν ασχολήθηκε σε βάθος με το εργατικό, το ιδιοκτησιακό, το φεμινιστικό, το οικολογικό και το τεχνολογικό ζήτημα. Η περίπτωση του Μιλλ δείχνει ότι ο φιλελευθερισμός δύναται να εξελιχθεί μεταρρυθμιστικά σε έναν ηθικό σοσιαλισμό. Καταδεικνύεται έτσι ότι η συνεπής υπεράσπιση της ελευθερίας θα μπορούσε, ή κατά τη γνώμη μου είναι ανάγκη, να οδηγήσει στην ίση ελευθερία για όλους, στο σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός αναδεικνύεται, με αυτό το σκεπτικό, ως ο προνομιακότερος συνεχιστής της φιλελεύθερης παράδοσης! Οφείλω πλέον να παραδεχτώ ότι η ειρηνικότερη και, εν τέλει, ανθρωπιστικότερη οδός προς το σοσιαλισμό είναι ο πολιτικός φιλελευθερισμός. Πιο εύκολα μπορούμε να φθάσουμε στην ισότητα μέσω της ελευθερίας παρά το αντίστροφο. Από τα «δεξιά» υπάρχουν κάποιες σοβαρές πιθανότητες να καταλήξουμε στα αριστερά. Από τα άκρα αριστερά καταλήγουμε, σχεδόν πάντοτε, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το διακύβευμα όμως αυτών των εκλογών δεν είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, η κατάργηση των διαφοροποιημένων αμοιβών και του κληρονομικού δικαιώματος ή η εξίσωση –όχι «ομοιομορφοποίηση»– των συνθηκών ζωής. Με τις ιδέες αυτές, αν και μπορούμε να συνεχίζουμε να αναμετριόμαστε, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να φανατιζόμαστε, από τη στιγμή ειδικά που η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας παραμένει ασυγκίνητη απέναντί τους. Τα «ταπεινότερα» αλλά θεμελιωδέστερα διακυβεύματα αυτών των εκλογών είναι η παραμονή μας στην Ευρώπη, η εμπέδωση μιας νοοτροπίας ατομικής ευθύνης, διαλόγου και σεβασμού των νόμων όπως επίσης και η συμβολική όσο και φυσική αποδόμηση του κομματικού κράτους των κολλητών. Με τις πολιτικές των Δ-ΦΣ εξασφαλίζονται τρεις ουσιώδεις προϋποθέσεις για έναν πολιτισμένο δημόσιο βίο: κατάργηση της φτώχιας μέσω κάποιου είδους κατώτατο εγγυημένο εισόδημα, ελευθερία γνώμης για όλους και Κράτος Πολιτών. Επιπλέον, εξίσου σημαντικά, εξασφαλίζεται ένας από τους πιο έντιμους συμβιβασμούς εργασίας-εργοδοσίας, ανάλογος δηλαδή με εκείνον στα κράτη της βορειοδυτικής Ευρώπης με ισχυρή σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Αυτά, προς το παρόν, μου αρκούν και με το παραπάνω. Από εκεί και πέρα, όταν διασφαλίσουμε αυτά τα «ταπεινά», συζητάμε για το κάτι παραπάνω – εάν βέβαια ενδιαφερθεί η κοινωνία. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός υπήρξε το πιο αναστοχαστικό/κριτικό κίνημα του Διαφωτισμού, γι’ αυτό και παραμένει το πιο υποσχόμενο. Άλλωστε, «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά» (Ρήγας). Τέλος, ενώ ο χριστιανισμός και ο κομμουνισμός επαγγέλθηκαν την ανθρωπιά, ο πολιτικός φιλελευθερισμός ήταν αυτός που στοιχειωδώς αλλά ουσιωδώς την πραγμάτωσε (κατεδάφιση των απολυταρχιών, διάκριση των εξουσιών, συντάγματα, ατομικά δικαιώματα, ανεξιθρησκεία, διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, αναμόρφωση του δικαστικού και σωφρονιστικού συστήματος και τόσα άλλα). Εάν, όπως ισχυριζόταν ο Ζαν Φρανσουά Ρεβέλ, οι θανάσιμοι εχθροί του σοσιαλισμού είναι ο κομμουνισμός και ο εθνικισμός (και όχι τόσο ο καπιταλισμός!), τότε ο συνασπισμός των Δ-ΦΣ αποτελεί μία από τις πιο ευνόητες πολιτικές μου στέγες. Χρόνια τώρα λοιδορούσα το φιλελευθερισμό. Με τη δημόσια υποστήριξή μου στη Δράση και τη Φιλελεύθερη Συμμαχία αναγνωρίζω το λάθος μου. *Ο Θανάσης Κουραβέλος είναι ιδιωτικός υπάλληλος και υποψήφιος του συνδυασμού Δράσης – Φιλελεύθερης Συμμαχίας στη Β΄ Εκλογική Περιφέρεια Αθηνών.